αντιμεθαύριο

αντιμεθαύριο
επίρρ. χρον., μια μέρα ύστερα από τη μεθαυριανή: Δεν θα ’ρθω αύριο αλλά αντιμεθαύριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντιμεθαύριο — επίρρ. την παράλλη, τη μεθεπόμενη της αυριανής ημέρας …   Dictionary of Greek

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”